- ορθοδιάγραμμα
- τοακτινολογική απεικόνιση σπλάγχνου, ιδίως τής καρδιάς, στο φυσικό του μέγεθος με τη μέθοδο τής ορθοδιαγραφίας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. οrthodiagram < ορθ(ο)-* + διάγραμμα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γράμμα — το (AM γράμμα) [γράφω] Ι. 1. οτιδήποτε έχει γραφεί 2. σύμβολο τού αλφαβήτου 3. επιστολή 4. ανάγνωση διάβασμα II. στον πληθ. γράμματα, τα 1. η γραφή 2. η μόρφωση, η παιδεία 3. (τα Ιερά) Γράμματα η Αγία Γραφή 4. ο Δεκάλογος 5. κατάστιχο 6. φρ.… … Dictionary of Greek
ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή … Dictionary of Greek
ορθοκαρδιογράφημα — το το ορθοδιάγραμμα τής καρδιάς … Dictionary of Greek